μελεσίπτερος

μελεσίπτερος
μελεσίπτερος, ον, (μέλος B)
A singing with its wings, epith. of the cicada, AP7.194 (Mnasalc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελεσίπτερος — μελεσίπτερος, ον (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που τραγουδά, που σφυρίζει με τα φτερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + πτερος (< πτερόν), κατά το ἑλκεσί πτερος] …   Dictionary of Greek

  • μελεσίπτερον — μελεσίπτερος singing with its wings masc/fem acc sg μελεσίπτερος singing with its wings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”